- βαβαλίζω
- (Α βαυβαλίζω, Μ βαβαλίζω) [βαυβώ]κουνάω το μωρό και σιγοτραγουδάω για να κοιμηθεί, νανουρίζωνεοελλ.περιποιούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαυαλίζω — βλ. βαβαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του βαυβώ] … Dictionary of Greek